- κωλοσούρτης
- ο [κωλοσέρνω]1. δυσκίνητος2. (για όχημα) αργό, βραδυκίνητο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Moreas Motorway — A7 motorway Moréas Motorway Αυτοκινητόδρομος Μωρέας … Wikipedia
κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… … Dictionary of Greek